φιλάγων

φιλάγων
-ωνος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που αγαπά τους αγώνες
2. αυτός που χρησιμοποιείται ως βραβείο σε αγώνες («τὸν φιλάγωνα κισσόν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ἀγών, -ῶνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλάγωνα — φιλάγων loving contests masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… …   Dictionary of Greek

  • φιλαγωνιστής — οῡ, ὁ, Α φιλάγων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἀγωνιστής] …   Dictionary of Greek

  • φιλαγωνιστικός — ή, όν, Α [φιλαγωνιστής] φιλάγων* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”